Πέμπτη 25/8
Ξεκινήσαμε το πρωί από το ξενοδοχείο Kelly’s Lodge της Lilongwe για τα σύνορα προς Zambia, μετά από το πρωινό μας, το οποίο ήταν … ομελέτα για ακόμη μία φορά!
Ο ιδιοκτήτης (γέννημα, θρέμμα Μαλαουιανός όπως μας πληροφόρησε περήφανα την προηγούμενη μέρα κατά την άφιξή μας, και μόνο μετά αφού τον ρωτήσαμε, μας είπε ότι ήταν Ινδικής καταγωγής – κάτι που άλλωστε ήταν σαφές από την εμφάνιση του) πάντα πολύ ευγενικός, μας αποχαιρέτισε εγκάρδια και φύγαμε από το «φρούριο», γιατί επρόκειτο για φρούριο την στιγμή που είχε γύρω-γύρω έναν ψηλό τείχος και συρματόπλεγμα. Έτσι άλλωστε ήταν και τα περισσότερα ξενοδοχεία που μείναμε.
Μετά από κανένα 2-ωρο φτάσαμε στα σύνορα με την Ζάμπια. Η διαδικασία των συνόρων δεν κράτησε πολύ ώρα ευτυχώς. Είχαμε πάρει την visa της Ζάμπιας από το Ναϊρόμπι, οπότε ξεμπερδέψαμε χωρίς πολλά-πολλά. Αφήσαμε πίσω το πανέμορφο Μαλάουι και μπήκαμε για να ανακαλύψουμε την Ζάμπια. Από την χαρά μας που ξεμπερδέψαμε γρήγορα σταματήσαμε λίγα μέτρα μετά τα σύνορα και ο Γιώργος βγήκε από το Feroza, βρήκε κάτι πιτσιρίκια που περπατούσαν στον δρόμο, έβαλε μουσική και άρχισε να χορεύει μαζί τους.
Η διαδρομή μέσα στην Ζάμπια πάνω στον Great East Road δεν ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Το τοπίο επαναλαμβανόταν συνεχώς χωρίς αλλαγές και ήταν βαρετό μετά την εκπληκτική βλάστηση του Μαλάουι. Επίπεδες εκτάσεις με ορισμένους λοφίσκους, βλάστηση που δεν είχε ανθίσει ακόμη, χρώματα γκρι/μπεζ/καφέ. Εκτάσεις που ήταν μισοκαμένες όπως είχαμε συναντήσει και στην Τανζανία κατά τόπους, μόνο που εδώ ήταν πιο έντονα. Μισοκαμένες για να πουλήσουν τα καμένα δέντρα για κάρβουνα, αλλά και για να «ανανεώσουν» την βλάστηση όπως είχαμε πληροφορηθεί.
Ο δρόμος καλός, χωρίς καθόλου κίνηση. Ευτυχώς ! Στον δρόμο δεν συναντήσαμε πολλούς ανθρώπους να περπατάνε όπως στις προηγούμενες χώρες. Οι οικισμοί πολύ αραιοί. Και όταν λέμε για οικισμούς, εννοούμε πάντα τις καλύβες τους φτιαγμένες από λάσπη. Σταματήσαμε σε έναν οικισμό όπου είδαμε αρκετό κόσμο. Σταματήσαμε και για να ξεπιαστούμε, αλλά και για να κάνουμε μία επαφή με τον κόσμο. Ήταν ένα μικρό «χωριό» που αποτελείτο από καμιά δεκαριά καλύβες. Πολλές γυναίκες και ακόμη περισσότερα παιδιά.
Μας υποδέχτηκαν με περιέργεια και χαμόγελα. Δεν γνώριζαν την Ελλάδα και τους εξηγήσαμε το ταξίδι μας. Λίγες ήξεραν αγγλικά και συνεννοηθήκαμε με μία γυναίκα η οποία μας πληροφόρησε ότι ήταν δασκάλα δημοτικού στο κοντινό σχολείο. Μας οδήγησαν μέσα στο χωριό τους και παρακολουθήσαμε μία μικρή τελετή ενηλικίωσης έφηβης μέσα σε μία καλύβα. Απέξω χόρευαν και τραγουδούσαν και προέτρεψαν να χορέψουμε μαζί τους, πράγμα που έγινε με πολλά γέλια. Οποία «πετύχαινε» τον χορό κουνώντας την λεκάνη με τον τρόπο που μας έδειχναν, ενθουσιαζόντουσαν και γελούσαν ακόμη περισσότερο. Με αυτόν τον τρόπο αισθανθήκαμε ότι κερδίσαμε λίγο τον «σεβασμό» τους και υπήρξε ένας κάποιος κώδικας κοινής επικοινωνίας.
Ούτε λόγος για την ύπαρξη ρεύματος και νερού. Το νερό το κουβαλούσαν από το πιο κοντινό ρέμα που υπήρχε. Επειδή δεν είχαν ρεύμα για φωτισμό καθώς επίσης και επειδή ανάμεσα τους ήταν και η δασκάλα αποφασίσαμε να τους δωρίσουμε ένα solar panel που φορτίζει μπαταρίες και συνδέεται με γλόμπο φωτισμού. Με την υπόσχεση ότι η δασκάλα θα το έδειχνε στα παιδιά στο σχολείο.
Συνεχίσαμε με σκοπό να φτάσουμε όσο πιο κοντά στην Λουσάκα μπορούσαμε. Στον δρόμο μας δεν υπήρχαν πολλές πόλεις ούτε οικισμοί, ήταν πολύ αραιοκατοικημένη περιοχή. Αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στον ποταμό Luangwa, που όπως το περιέγραφε ο τουριστικός οδηγός, ακουγόταν ενδιαφέρον. Προσεγγίζοντας τον ποταμό το τοπίο άρχισε να γίνεται πιο ενδιαφέρον. Ορεινοί όγκοι εμφανίστηκαν, στροφές σε ανηφορικό δρόμο που σε κάνουν να έχεις περιέργεια για το τι θα συναντήσεις μετά. Ο ήλιος σιγά-σιγά έδυε και αυτό έδινε μία γοητεία στο τοπίο. Φτάσαμε στην γέφυρα του ποταμού λίγο πριν την δύση και ήταν πραγματικά πολύ όμορφα. Σταματήσαμε για φωτογράφιση. Στην μία πλευρά του ποταμού ήταν ένα φυλάκιο με δυο-τρεις στρατιώτες που και αυτοί χαμογελαστοί και γεμάτοι περιέργεια συζήτησαν μαζί μας. Σκεφτήκαμε ότι θα ζητήσουν χρήματα, αλλά μάλλον μας έπιασαν την συζήτηση όχι μόνο για το αξιοπερίεργο του θεάματος των 3 αυτοκινήτων μας, αλλά επίσης απλά για να σπάσουν την μονοτονία και βαρεμάρα τους. Ο δρόμος άλλωστε δεν είχε κίνηση.
Νύχτωσε και ψάχναμε το Luangwa Bridge Lodge. Η ιδιοκτήτρια ήταν Αγγλίδα το οποίο σήμαινε ότι μπορούσαμε να συνεννοηθούμε καλά μαζί της (δεν υπήρχε το πρόβλημα της προφοράς των αγγλικών που συναντούσαμε σε αρκετά μέρη και δεν καταλαβαίναμε ακριβώς τι λένε …) και μας έδωσε σαφής οδηγίες γιατί ήταν 3-4 χλμ εκτός του κεντρικού δρόμου.
Όταν φτάσαμε μας περίμενε μία ευχάριστη έκπληξη. Ήταν πανέμορφο. Χτισμένο πάνω σε μία πλαγιά λόφου, υπερυψωμένο πάνω από τον ποταμό, με μικρές πέτρινες καλύβες με αχυρένιες επικλινής σκεπές, ο χώρος υποδοχής ανοιχτός (χωρίς πολλούς τοίχους και
παράθυρα, σαν ανοιχτός κήπος με πολύ ψηλή σκεπή) με άνετους καναπέδες και τραπέζια για φαγητό. Ανακούφιση μετά από μία ακόμη κουραστική ημέρα. Ήμασταν σίγουροι ότι με το φως της ημέρας θα απολαμβάναμε την θέα.
Μία τελευταία σημείωση της ημέρας. Το ζευγάρι που είχε το Lodge, η Aγγλίδα με τον Ολλανδό σύζυγο της, ήταν απολαυστικοί στον τρόπο που αντιμετώπιζε ο ένας τον άλλον. Με απέχθεια, καυστικά σχόλια, μορφασμούς και περιφρόνηση. Μετά από 6 χρόνια που είχαν το Lodge, αποφάσισαν να το πουλήσουν γιατί δεν άντεχαν άλλο. Τώρα βέβαια δεν ρωτήσαμε εάν δεν άντεχαν άλλο ο ένας τον άλλον, ή το όλο εγχείρημα εκεί.
Όποιος/α ενδιαφέρεται να το … αγοράσει : www.bridgecamp@gmail.com
Παρασκευή 26/8
Το πρωί η θέα ήταν μαγευτική. Ο ποταμός, ήρεμος και νωχελικός κυλούσε μεγαλόπρεπα μπροστά μας. Αφού πληρώσαμε το ξενοδοχείο τον επισκεφτήκαμε με τα αυτοκίνητα. Κατεβήκαμε και περπατήσαμε στην όχθη του όπου υπήρχαν ψαράδες με ξύλινες μακρόστενες βάρκες. Για ακόμη μία φορά ήρθαν κοντά μας πολλά παιδιά από τον μικρό οικισμό που υπήρχε κοντά. Μιλήσαμε με τους ανθρώπους, με τα παιδιά, βγάλαμε φωτογραφίες και δωρίσαμε το τελευταίο solar panel. Και αυτήν την φορά ανάμεσα τους υπήρχε ένας δάσκαλος σχολείου που θα το έδειχνε στην τάξη του. Η έκπληξη ήταν ότι ένας από τους κατοίκους που καθόταν δίπλα στο ποτάμι και έφτιαχνε – με μία … χατζάρα την οποία θέρμανε στην φωτιά που είχε ανάψει (δεν είχε κατσαβίδι) – το μαγνητόφωνό του, είχε ένα solar panel για να φορτίζει τις μπαταρίες για το μαγνητόφωνο. Ο θέαμα ήταν τουλάχιστον σουρεαλιστικό.
Τα παιδιά μας ζήταγαν φαγητό και τους δώσαμε ότι μπισκότα είχαμε. Στο αυτοκίνητο συζητήσαμε (κάπως έντονα) την ηθική του να δίνεις μπισκότα ή οτιδήποτε άλλο ζητάνε. Ένα μεγάλο θέμα που δεν έχει μία λύση. Γιατί το κάνουμε; Από οίκτο, από ενοχές, από καλοσύνη; Τους συμπεριφερόμαστε με αυτόν τον τρόπο σαν ίσους, σαν «υποδεέστερους», είναι προσβλητικό, είναι ανθρώπινο; Διαιωνίζουμε μία κατάσταση όπου περιμένουν από τους λευκούς «ελεημοσύνη»; Είναι «fair trade» την στιγμή που τους βγάζουμε φωτογραφίες οι οποίες ίσως δημοσιευτούν και εμείς θα πάρουμε τα εύσημα, χωρίς να τους ρωτήσουμε πολλές φορές εάν θέλουν να φωτογραφηθούν; Δεν καταλήξαμε.
Νωρίς το απόγευμα φτάσαμε στην Λουσάκα και πήγαμε κατευθείαν στο ξενοδοχείο Ndeke του Ιταλού Enzio Rossi. Μετά από μία σύντομη και άκρως ενδιαφέρουσα επίσκεψη σε υπαίθρια αγορά της πόλης (όπου αγοράσαμε ένα σωρό πράγματα: μάσκες, ξύλινα αντικείμενα, υφαντά κ.ά.), συναντήσαμε στο ξενοδοχείο την κυρία Ολγα Γεωργίτση, Ελληνίδα επιχειρηματία της Ζάμπιας, με την οποία είχαμε μιλήσει επανειλημμένα από την Ελλάδα και μας είχε βοηθήσει σε πολλά θέματα. Το βράδυ πήγαμε στο δείπνο μου μας παρέθεσε η Ελληνική Κοινότητα στον χώρο τους, παρουσία του Επίτιμου Πρόξενου κ. Δημήτρη Βαγγελάτου, των Προέδρων της τοπικής ελληνικής και της κυπριακής Κοινότητας και πολλών άλλων Ελλήνων. Μία πολύ θερμή υποδοχή και να σημειώσουμε ότι το να πηγαίνουμε σε μία τόσο ξένη και μακρινή χώρα και να βρίσκουμε Έλληνες να μας υποδέχονται και να μας βοηθάνε είναι ανεκτίμητο. Η κ. Γεωργίτση, η οποία δυστυχώς είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις και δεν μπόρεσε να παραβρεθεί, έχει διασυνδέσεις με την κυβέρνηση της Ζάμπιας και είχε κανονίσει το βράδυ στο δείπνο να έρθει ο κ. Thayson Chisamko Πρόεδρος της Επιτροπής για θέματα Εναλλακτικών Πηγών Ενέργειας, από τον οποίο πήραμε συνέντευξη.
Ο κ. Βαγγελάτος θα παρέδιδε προσωπικά στον Διευθυντή της εταιρείας ηλεκτρισμού της Ζάμπιας το δώρο που είχαμε φέρει. Ένα αντίγραφο αρχαίου αμφορέα που δίναμε σε κάποιον εκπρόσωπο της κάθε χώρας που επισκεφτήκαμε.
Η γλυκύτατη Ελένη Κορομβλή, γραμματέας του προξενείου, μας κέρδισε με την εξυπηρέτηση, οργανωτικότητα, ανθρωπιά και το χαμόγελο στα χείλη της.
Ευχαριστούμε και τον Γιάννη Λ. για τα νοστιμότατα φαγητά που μας περίμεναν και για τα υπέροχα γιαούρτια του που φάγαμε μετά από τόσο πολύ καιρό !
Σε αυτό το σημείο να ευχαριστήσουμε και τον Σπύρο Σερεμίδη, Πρόεδρο των Φαρμακοποιών του Κόσμου, ο οποίος μας έφερε αρχικά σε επαφή με την κ. Γεωργίτση, τον κ. Βαγγελάτο, την Ελένη και τον κ. Rossi. Η βοήθεια του πολύτιμη.
Αργότερα το βράδυ μας περίμενε στο ξενοδοχείο το προτελευταίο μέλος της ομάδας που θα ερχόταν στο οδοιπορικό, η Ολγα Μπάκολη. Η ομάδα ανανεώθηκε και πήρε «φρέσκια» μυρωδιά Ελλάδας.
Σάββατο 27/8
Μετά από μία σύντομη επίσκεψη στην υπαίθρια αγορά (… ξανά είχαμε κάτι εκκρεμότητες αγορών να τακτοποιήσουμε και να ικανοποιήσουμε …) ξεκινήσαμε για το επόμενο σκέλος του ταξιδιού. Αυτήν την φορά χωριστήκαμε σε 2 ομάδες. Ο Γιώργος με τον Χρήστο και το Feroza πήραν τον δρόμο για το φράγμα Kariba και οι υπόλοιποι με τα Hyundai κατευθυνθήκαμε για Livingstone.
Ο δρόμος για Livingstone μακρύς και βαρετός. Αφού βαρεθήκαμε επαρκώς, για να το διασκεδάσουμε κάπως, αρχίσαμε τα τραγούδια («όταν θα πας κυρά μου στο παζάρι») και τα λογοπαίγνια (ονομασίες γεωγραφικών τόπων που αρχίζουν από συγκεκριμένα γράμματα). Όταν νύχτωσε τα διακόψαμε γιατί ο δρόμος χειροτέρεψε (ήταν υπό κατασκευή και πηγαίναμε μέσα σε απίστευτο σύννεφο σκόνης από τον χωματόδρομο, που δεν βλέπαμε την τύφλα μας) και ο οδηγός έπρεπε να προσέχει.
Στο Livingstone είχαμε κλείσει στο ξενοδοχείο ….. Fawlty Towers !!! Απίστευτο ? (για όσους/ες θυμούνται την αστειότατη σειρά των 80’ς με τον John Cleese των Monty Pythons)
Όταν μπήκαμε μέσα ρώτησα τον άνθρωπο που ήταν στην υποδοχή “Are you Basil?” και γέλασε.
Κυριακή 29/8
Το Livingstone είναι μία άκρως τουριστική πόλη με ΠΟΛΛΟΥΣ τουρίστες όλων των εθνικοτήτων. Το Fawlty Towers γεμάτο Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους, που λέει ο λόγος.
Τουριστική γιατί είναι δίπλα στους καταρράκτες Victoria, ένα από τις Τοποθεσίες Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Χωριστήκαμε σε 2 υποομάδες και εξορμήσαμε στους ΥΠΕΡΟΧΟΥΣ καταρράκτες. Το θέαμα μοναδικό. Δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψουν. Τους είδαμε από όλες τις μεριές. Ζήσαμε ολοκληρωμένη βιωματική εμπειρία του ποταμού Ζαμβέζη. Από ψηλά (ελικόπτερο), από κοντά (περπατώντας στις όχθες του ποταμού, καθώς και με βόλτα σε βάρκες όπου είδαμε ελέφαντες, κροκόδειλους, ιπποπόταμους ), από μικρή απόσταση (από το μονοπάτι απέναντι από τους καταρράκτες, με το νερό να μας πιτσιλάει) και ορισμένοι από ΠΟΛΥ κοντά (περπατώντας στο …. χείλος τους και κάνοντας και μπάνιο στον ποταμό).
Μόνο ο Χρήστος δεν ήρθε γιατί ήταν άρρωστος από κάτι που είχε φάει την προηγούμενη στην πόλη … Mazabuka …!
Στο ποτάμι υπήρχε και ένα μικρό υδροηλεκτρικό φράγμα το οποίο φωτογραφήσαμε. Δεν βρήκαμε κανέναν να μας δώσει πληροφορίες.
Το μεσημέρι κατέφθασε και ο Γιάννης Τζ., που επέστρεψε από το σύντομο ταξίδι που έκανε στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί του 2 λάστιχα και 2 αμορτισέρ για τα Hyundai που χρειαζόταν να έχουμε κάθε ενδεχόμενο, μια και τα εφεδρικά είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί.
ΜΠΟΤΣΟΥΑΝΑ
Δευτέρα 30/8
Μία δύσκολη ημέρα σήμερα. Επιστρέφουν 3 από την ομάδα στην Ελλάδα. Ο Τηλέμαχος, ο Σωτήρης και ο Γιάννης Μ. Δύσκολοι οι αποχωρισμοί μετά από τόσες ημέρες που έχουμε ζήσει καθημερινά τόσο έντονα μαζί. Η ημέρα κυλάει αργά, καθυστερούμε να φύγουμε, είμαστε κουρασμένοι άλλωστε και αναζητάμε πιο αργούς ρυθμούς, φεύγουν και τα παιδιά, πάμε στο υπερσύγχρονο σούπερ μάρκετ απέναντι για προμήθειες, ο Χρήστος είναι καλύτερα (μετά από τα «μαντζούνια» που του έδωσε ο Γιώργος) και πάει και αυτός να δει τους καταρράκτες. Τελικά φεύγουμε το απόγεμα για τα σύνορα με Μποτσουάνα.
Σε μία ώρα είμαστε στα σύνορα, διασχίζουμε με φέρι τον ποταμό Chobe και μπαίνουμε Μποτσουάνα. Η διαδικασία σχετικά γρήγορη και εύκολη, δεν χρειαζόμαστε visa. Αποφασίζουμε να μην κατευθυνθούμε προς Francistown όπως ήταν προγραμματισμένο γιατί είναι πολύ μακριά και θα μας πιάσουν τα μαύρα μεσάνυχτα. Μένουμε στην πόλη Kasane που είναι κοντά στα σύνορα με σκοπό μια και μείναμε εκεί, να επισκεφτούμε πολύ νωρίς το πρωί το πάρκο Chobe για ένα μικρό 3-ωρο σαφάρι.
Η Μποτσουάνα στην πρώτη επαφή που έχουμε έχει διαφορά. Πολύ πιο οργανωμένη από τις άλλες χώρες, όλα πιο τακτικά, ο δρόμος πολύ καλύτερος, οι άνθρωποι πιο απόμακροι. Έχουν και αυτήν την έντονη προφορά (σαν να μιλάνε γερμανο-αφρικάνικα με έντονο το «ρ»), που ηχεί κάπως επιθετικά.
Μένουμε σε ένα Lodge που έχει και camping, το οποίο σημαίνει ότι έχει μεγάλο κήπο. Τρώμε στο υπαίθριο εστιατόριο και αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε στην Αφρική. Όλοι οι ένοικοι λευκοί, τηλεόραση να δείχνει μουσικά βίντεο-κλιπ, μεγάλη ποικιλία στο μενού (πάει πια το κοτόπουλο ή ψάρι με πατάτες ή ρύζι μόνο), ποικιλία στα ποτά (έχει και κρασί).